ἀγησίχορος

ἀγησίχορος
ἀγησί-χορος, ον,
A leading the chorus or dance,

προοίμια Pi.P. 1.4

: fem. -χόρα, as pr. n., Alcm.23.77.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγησίχορος — ἀγησίχορος, ον (Α) αυτός που οδηγεί τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγησι δωρ. τ. (αττ. ιων. ἥγησις) + χορός. Το όν. φέρει ψιλή από ψίλωση, την οποία ο Schwyzer (Reinisches Museum Fur Philologie, 78) εξηγεί από αρχικό τύπο ΗΑΓΝΗΙΧΟΡΟΣ, όπου έλαβε χώρα… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • ἀγησιχόρων — ἀ̱γησιχόρων , ἀγησίχορος leading the chorus masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγησίχορα — ἀ̱γησίχορα , ἀγησίχορος leading the chorus neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγησιχόρων — ἁ̱γησιχόρων , ἁγησίχορος masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”